Σε μια εποχή κρίσεων, αστάθειας και πόλωσης είναι λογικό η ασφάλεια να βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών διεργασιών και αντιπαραθέσεων. Νέες απειλές και προκλήσεις έχουν ανακύψει, η επίπτωση των εξωτερικών συνθηκών στην εσωτερική ασφάλεια των κρατών τείνει διαρκώς μεγαλύτερη, η προστασία και η πρόληψη από μορφές βίας και εγκλήματος που έχουν έντονη κοινωνική διάσταση είναι καθημερινή συνισταμένη, η κρίση εμπιστοσύνης σε θεσμούς και πολιτικό σύστημα λειτουργεί ως καταλύτης αμφισβήτησης, ενώ οι λαϊκιστικές προσεγγίσεις έχουν δημιουργήσει μια προβληματική συνθήκη για την πολιτική ασφάλειας.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα ζητήματα ασφάλειας, σε ένα πλαίσιο κυρίως πολιτικών ταυτότητας, αποτέλεσαν το βασικό σχήμα πολιτικής αντιπαράθεσης στις πρόσφατες εκλογικές διαδικασίες σε Γερμανία και Γαλλία και μπορούμε να πούμε πως η εργαλειοποίησή τους δημιούργησε το υπέδαφος ανόδου ακροδεξιών κομμάτων.
Πώς μπορεί, λοιπόν, σε αυτό το πλαίσιο να διαμορφωθεί μια μεταρρύθμιση που να συντελέσει σε μια σύγχρονη πολιτική εσωτερικής ασφάλειας;
Σε αυτό το ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει η Ε.Ε. με την προεργασία της νέας στρατηγικής εσωτερικής ασφάλειας. Μια δύσκολη άσκηση, καθώς καλείται να ισορροπήσει θέματα και απειλές που προκύπτουν από την αντισυστημική βία, η οποία σε πολλές περιπτώσεις έχει άμεση σύνδεση με ακραίους λαϊκιστικούς σχηματισμούς.
Δυστυχώς σε αρκετές χώρες, αντί για την απαιτούμενη συναίνεση, βλέπουμε όξυνση των αντιπαραθέσεων. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να σχεδιαστεί πολιτική ασφάλειας χωρίς συναίνεση και συνέχεια. Προφανώς αυτή τη συνθήκη αντιπαράθεσης και όχι συναίνεσης τη βλέπουμε και στη χώρα μας με διάφορα παραδείγματα, όπως τη λεγόμενη Πανεπιστημιακή Αστυνομία.
Υπάρχουν όμως ζητήματα και συνθήκες που μπορούν να αποτελέσουν πεδία συνεννόησης, ιδιαιτέρως θέματα που αφορούν τη διαπροσωπική βία ή την προστασία ευάλωτων ομάδων και ανθρώπων.
Η μεταρρύθμιση του τομέα εσωτερικής ασφάλειας μέσα σε μια περίοδο κρίσεων και αστάθειας είναι από μόνη της μία δύσκολη εξίσωση. Μπορούμε όμως να αναδείξουμε δύο περιπτώσεις μεταρρύθμισης στην περίπτωση της Ελληνικής Αστυνομίας, που απαντούν σε έναν από τους βασικούς λόγους αλλαγών, στη διεύρυνση και στην ένταση των απειλών. Η πρώτη περίπτωση είναι η διαδικασία πρόληψης και αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας. Από το μηδέν, δημιουργήθηκε μια ολοκληρωμένη και ευρεία δομή και διαδικασία που έδωσε τη δυνατότητα στην αστυνομία να διαχειριστεί 25.438 καταγγελίες θυμάτων το 2024. Το δεύτερο παράδειγμα είναι η ίδρυση της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, της πρώτης εξειδικευμένης υπηρεσίας με αποκλειστικό αντικείμενο το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα. Μέσα σε πέντε μήνες λειτουργίας η ΔΑΟΕ έχει εξιχνιάσει 272 υποθέσεις σοβαρού οργανωμένου εγκλήματος, έχει εξαρθρώσει 51 εγκληματικές οργανώσεις, με τις συλλήψεις που έχουν γίνει στο πλαίσιο των ερευνών να ξεπερνούν τις 720.
Το νομοσχέδιο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη επιχειρεί να φέρει ορισμένες αλλαγές που μπορούν όντως να βοηθήσουν την αστυνομία να μπει δυναμικά στη νέα εποχή.
Το κοινό στοιχείο σε αυτές τις δύο μεγάλες αλλαγές ήταν η ανάγκη ανταπόκρισης σε δύο συνεχώς διευρυνόμενες απειλές ασφαλείας, η αντιμετώπιση των οποίων προϋποθέτει εξειδίκευση, εμβάθυνση και μεθοδικότητα.
Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο λόγος που είναι απαραίτητη η μεταρρύθμιση του τομέα εσωτερικής ασφάλειας, και κυρίως του βασικού βραχίονα της Ελληνικής Αστυνομίας, στη χώρα μας. Υπάρχουν δομικά προβλήματα και αναχρονισμοί, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχει υπάρξει η απαραίτητη προσαρμογή σε ένα περιβάλλον που αλλάζει καθημερινά.
Το νομοσχέδιο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη επιχειρεί να φέρει ορισμένες σημαντικές αλλαγές που μπορούν όντως να βοηθήσουν την αστυνομία να μπει δυναμικά στη νέα εποχή των πολλαπλών προκλήσεων και των σύνθετων απειλών.
Στρατηγικός και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός με την αξιοποίηση μεθοδολογιών foresight, επένδυση στις νέες τεχνολογίες και στην ανάλυση δεδομένων από πολλαπλές πηγές, μια νέα φιλοσοφία αστυνόμευσης –η Κοινωνική που δίνει έμφαση στην πρόληψη και στις διάφορες μορφές της διαπροσωπικής βίας–, ενιαίος επιτελικός σχεδιασμός και συντονισμός για ζητήματα ασφάλειας και αστυνόμευσης, συστηματική αξιοποίηση drones, έμφαση στην αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών και στην προστασία των λεγόμενων «μαλακών στόχων» από τρομοκρατικές επιθέσεις και τέλος νέα πρωτόκολλα δεοντολογίας και ενιαία διαχείριση περιστατικών αυθαιρεσίας. Βασικό όχημα των αλλαγών μια συνολική παρέμβαση αναβάθμισης στην εκπαίδευση και γενικότερα στην Αστυνομική Ακαδημία.
Αλλαγές προς τη σωστή κατεύθυνση, και απαραίτητες, οι οποίες μπορούν να δώσουν στην αστυνομία τη δυνατότητα να μην ακολουθεί το έγκλημα και τις εξελίξεις, αλλά να σχεδιάζει και να προγραμματίζει. Ο σχεδιασμός και η ανάδειξη τάσεων μπορεί και πρέπει να οδηγήσει σε ορθολογικό προγραμματισμό για τις επενδύσεις και την αξιοποίηση πόρων. Ωστόσο, η νέα φιλοσοφία αστυνόμευσης πρέπει να υλοποιηθεί ταυτόχρονα με την ενίσχυση της παρουσίας της αστυνομίας και τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητάς της, καθώς η πίεση από τους πολίτες για μεγαλύτερη παροχή ασφάλειας είναι καθημερινή.
*O κ. Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι δρ Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Νέων Απειλών, κύριος ερευνητής ΕΛΙΑΜΕΠ.