Το μεγάλο δίλημμα των Αμερικανών απαντήθηκε τελικά με μια ευθεία επέμβαση έναντι του ιρανικού εδάφους με στόχο την αποτροπή του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης. Μια βομβιστική επίθεση ιστορικών διαστάσεων, καθώς είναι η πρώτη φορά που η Ουάσινγκτον συγκρούεται απευθείας με τον απόλυτο εχθρό στη Μέση Ανατολή. «Νούμερο ένα τρομοκράτη παγκοσμίως» και «εκφοβιστή» της περιοχής αποκάλεσε ο πρόεδρος Τραμπ το Ιράν στο διάγγελμά του.
Από το μεγάλο δίλημμα, όμως, περάσαμε αυτομάτως στο μεγάλο στοίχημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Και αυτό δεν είναι άλλο από την επιβολή μιας Pax Americana –ειρήνης με αμερικανικούς όρους– στη Μέση Ανατολή. «Αν η ειρήνη δεν έρθει, θα χτυπήσουμε ξανά», διαμήνυσε ο Τραμπ, υπονοώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι ακόμα μπορεί να βρισκόμαστε στην αρχή της κρίσης. Και πράγματι, δεν είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι το θεοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης θα συρθεί δια της ισχύος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το ερωτηματικό, πάντως, αυτή τη στιγμή πλανάται πάνω από το Ιράν. Θα αντιδράσει; Πότε; Και με ποιον τρόπο;
Ανεξαρτήτως της κλίμακας, της ισχύος και της αποτελεσματικότητάς της, η απάντηση της Τεχεράνης θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Δεδομένη, όμως, είναι και η συνέχεια των ισραηλινών επιχειρήσεων κατά του Ιράν. Ηδη τις πρώτες ώρες μετά την αμερικανική επίθεση το Τελ Αβίβ επιμένει να χτυπά στόχους επί του εδάφους, αλλά και ηγετικά στελέχη του καθεστώτος. Από τη στιγμή που το Ισραήλ ελέγχει απολύτως τον εναέριο χώρο του Ιράν, δεν πρόκειται να κάνει πίσω. Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε αν ο Τραμπ θα επιδιώξει να περιορίσει τον Νετανιάχου προκειμένου να καταστεί ευκολότερη η επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Κάτι καθόλου εύκολο.
Αν υπάρχει ένας νικητής αυτή τη στιγμή στη Μέση Ανατολή, αυτός είναι ο ισραηλινός πρωθυπουργός. Πρώτον, διότι έπεισε τις ΗΠΑ ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή να επιτεθούν στο Ιράν προκειμένου να πετύχουν κάτι που το Τελ Αβίβ δεν μπορούσε: να αποδομήσουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις της Τεχεράνης. Δεύτερον –και ίσως κυριότερο–, διότι μετά την 7η Οκτωβρίου 2023 χάραξε μια μακρά και δυσχερή στρατηγική με τελικό στόχο να «ανοίξει το δρόμο προς την Τεχεράνη». Εξολοθρεύοντας τη Χαμάς στη Γάζα, αποδυναμώνοντας τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο, βομβαρδίζοντας στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Συρία, χτυπώντας και τους Χούθι. Αν δεν επιτυγχάνονταν όλα αυτά, τότε ούτε το Ισραήλ, ούτε φυσικά οι Αμερικανοί, θα έμπαιναν στη διαδικασία να χτυπήσουν το Ιράν, διότι ο συσχετισμός δυνάμεων θα ήταν διαφορετικός.
Το Ισραήλ επαναχαράσσει τον χάρτη της Μέσης Ανατολής και το δόγμα του Νετανιάχου, όπως αποτυπώθηκε στο δικό του διάγγελμα, είναι «πρώτα η δύναμη και μετά η ειρήνη». Είναι αρκετά νωρίς για να εκτιμήσει κανείς πώς ακριβώς θα καταλήξει αυτή η διαδικασία. Βέβαιο, όμως, είναι ότι αυτή τη στιγμή Τελ Αβίβ και Ουάσινγκτον έχουν το πάνω χέρι στη Μέση Ανατολή, αποδυναμώνοντας δραματικά τον αποκαλούμενο «άξονα του κακού».
Ταυτοχρόνως, οι αντιδράσεις των ισχυρών που έως πρότινος βρίσκονταν στο πλευρό της Τεχεράνης είναι εξαιρετικά προσεκτικές. Από τη μία πλευρά η Ρωσία, απασχολημένη στο ουκρανικό μέτωπο, από την άλλη η Κίνα, η οποία δεν αρέσκεται σε στρατιωτικές εμπλοκές, ειδικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Οπως εξελίσσονται τα πράγματα, οδεύουμε σε μια αμερικανο-ισραηλινή κυριαρχία σε ένα από τα πλέον κρίσιμα σταυροδρόμια της υφηλίου, με σαφή αντίκτυπο στην Ανατολική Μεσόγειο, άρα και στο σύστημα ασφαλείας που αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο.
Δεν αποτελεί μυστικό ότι οι ΗΠΑ επιχειρούν εδώ και χρόνια να αποτραβηχτούν από την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή προκειμένου να επικεντρωθούν στον Ινδοειρηνικό και τον μεγάλο αντίπαλο, δηλαδή την Κίνα. Τα πράγματα, όμως, φαίνεται ότι για ακόμα μια φορά αλλάζουν. Η περιοχή δεν πρόκειται να ειρηνεύσει σύντομα, ενώ ουδείς μπορεί να εγγυηθεί ότι η επέμβαση στο Ιράν θα φέρει τα επιδικιώμενα αποτελέσματα. Αρα η μεσοπρόθεσμη παρουσία των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή –σε απόλυτο συντονισμό με το Ισραήλ– θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Σε αυτή την εξίσωση η Ανατολική Μεσόγειος θα λειτουργήσει ως δεύτερη γραμμή άμυνας για τη Δύση πίσω από τη φλεγόμενη Μέση Ανατολή.
Η Ελλάδα είναι ένας από τους περιφερειακούς δρώντες στην Ανατολική Μεσόγειο, ισχυρό μέλος της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, κράτος-μέλος της ΕΕ, συμμετέχοντας και στα συνεργατικά σχήματα της περιοχής, με πλέον κομβικό το 3+1 με την Κύπρο και το Ισραήλ, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Πρόκειται για ένα σχήμα που προωθήθηκε στο παρελθόν και από τον νυν υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, ενώ εν μέσω της ρευστότητας που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή θεωρείται εξαιρετικά πιθανό η Ουάσινγκτον να δείξει εκ νέου ενδιαφέρον αναθέρμανσης της εν λόγω συνεργασίας. Δι’ αυτής η Αθήνα θα μπορέσει να ανακτήσει τον πολυπόθητο δίαυλο επικοινωνίας με τις ΗΠΑ, εμφανιζόμενη παραλλήλως ως δύναμη που ενδιαφέρεται και δρα επί του πεδίου υπέρ της ασφάλειας και της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μέσα σε αυτό το πολύπλοκο τοπίο, που θυμίζει περισσότερο κινούμενη άμμο, και παρά τις φωνές στο εσωτερικό που καταγγέλλουν –σε έναν βαθμό δικαίως– τη στρατηγική σχέση της Ελλάδας με το Ισραήλ, η Αθήνα θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ενίσχυση της συνεργασίας με το Τελ Αβίβ. Μια προοπτική ειρήνευσης στη Μέση Ανατολή, με κυρίαρχο το Ισραήλ και με τις Ηνωμένες Πολιτείες να επαναφέρουν στο προσκήνιο τη στρατηγική διεύρυνσης των Συμφωνιών του Αβραάμ και την προώθηση του διαδρόμου IMEC που θα συνδέει την Ινδία με τη Δύση, θα ωφελήσει πολλαπλώς την Ελλάδα και την Κύπρο. Στην εποχή που η διπλωματία και η γεωπολιτική βρίσκονται ξανά στην πρώτη γραμμή απαιτούνται τολμηρές αποφάσεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News